- ταναγρίδες
- (Tanagridae). Οικογένεια ωδικών πτηνών, πολύ ζωηρών και με μικρό σώμα. Το πτέρωμά τους είναι ζωηρόχρωμο και πολύ όμορφο αλλά το κελάηδημά τους, αντίθετα, ελάχιστα μελωδικό. Ζουν στις τροπικές χώρες της Αφρικής και της Αμερικής και τρέφονται με σπόρους και έντομα. Τα θηλυκά κατασκευάζουν τη φωλιά τους στα κλαδιά των δέντρων ή μέσα σε θάμνους.
* * *οι, Νζωολ. οικογένεια στρουθιόμορφων πτηνών που περιλαμβάνει πολλά είδη μικρού μεγέθους με ζωηρούς χρωματισμούς και έχει τυπικό εκπρόσωπο το γένος τανάγρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tanagridae (< Τανάγρα + -ίδες)].
Dictionary of Greek. 2013.